αψεγάδιαστος

αψεγάδιαστος
-η, -ο [ψεγαδιάζω]
αυτός που δεν έχει ψεγάδι, ο άψογος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αψεγάδιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ψεγάδι, άμεμπτος, άψογος: Η δουλειά που έκανε είναι αψεγάδιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμωμος — η, ο (Α ἄμωμος, ον) [μῶμος] άμεμπτος, αψεγάδιαστος νεοελλ. άσπιλος, αγνός …   Dictionary of Greek

  • ακουσούρευτος — η, ο [κουσουρεύω] αυτός που δεν έχει κουσούρι, ψεγάδι, ο αψεγάδιαστος …   Dictionary of Greek

  • αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος …   Dictionary of Greek

  • καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… …   Dictionary of Greek

  • άμεμπτος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς μομφή, αψεγάδιαστος: Το φέρσιμό του ήταν πάντα άμεμπτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άψογος — η, ο επίρρ. α άμεμπτος, ανεπίληπτος, αψεγάδιαστος: Η στάση του στην υπόθεσή μας ήταν άψογη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολοκάθαρος — η, ο 1. ο πολύ καθαρός, κατακάθαρος: Τα σεντόνια του ξενοδοχείου ήταν ολοκάθαρα. 2. ο πολύ διαυγής: Ολοκάθαρο νερό, πηγάδι. 3. μτφ., αγνός, αψεγάδιαστος: Είναι ολοκάθαρος από τη βρομιά αυτής της υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”